ελευθέρωμα

ελευθέρωμα
και λευτέρωμα, το (ΑΜ ἐλευθέρωμα)
απελευθέρωση, απολύτρωση
νεοελλ.
(για έγκυο γυναίκα) τοκετός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ελευθέρωμα — ελευθέρωμα, το και ελευθερωμός, ο και λευτέρωμα, το 1. απελευθέρωση, απολύτρωση, απαλλαγή. 2. (για έγκυα γυναίκα), ο τοκετός, η γέννα, η λευτεριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελευθέρωση — η το ελευθέρωμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελευθερωμός — ο βλ. ελευθέρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”